- σέλα
- η / σέλλα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σέλλα Νειδικό κάθισμα για τον ιππέα που προσαρμόζεται στην ράχη τού υποζυγίου και, ιδίως, τού αλόγου, εφίππιο («οι όμορφοι καβαλλάροι / στην σέλλα σάζουν το κορμί, στην χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.)νεοελλ.1. το κάθισμα τού οδηγού ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας2. το χαμηλότερο σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα, διάσελο3. μέρος τού σώματος σφαγίου που εκτείνεται από την πρώτη πλευρά μέχρι τον μηρό4. (παλαιότ.) πλατύ και ανοιχτό κάθισμα κυκλικού σχήματος, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν την ετοιμόγενη γυναίκαμσν.-αρχ.δίφρος, κάθισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sella (< sedeo «κάθομαι»)].
Dictionary of Greek. 2013.